- ενενηκοντούτης
- ο , ενενηκοντούτις (-ιδος) η см. ενενηντάρης
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενενηκοντούτης — ο (θηλ. ενενηκοντούτις) (AM ἐνενηκοντούτης, θηλ. ἐνενηκοντοῦτις) ο ενενηκονταετής … Dictionary of Greek
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek